by Michael S. Kaplan, published on 2005/07/28 03:01 -04:00, original URI: http://blogs.msdn.com/b/michkap/archive/2005/07/28/aimemann-el-gr.aspx
Σε ένα σημαδιακό τραγούδι στο προσμενόμενο νέο άλμπουμ, η Aimee Mann θέτει την ερώτηση του εκατομμυρίου: "How Am I Different?" (Σε τι διαφέρω;), στην οποία πιστοί θαυμαστές, επιδοκιμάζοντες κριτικοί και οι επιλεγμένοι μουσικοί της θα μπορούσαν να απαντήσουν: Έχουμε και λέμε.
Πρωτογνώρισε τη δόξα αποδίδοντας τη δεσποτική ομορφιά που προσπαθεί να παίξει σιωπηλό κουκλοθέατρο στο "Voices Carry" των ‘Til Tuesday, και δεν έγινε περισσότερο συμβατική με το πέρασμα των χρόνων, ειδικά με το Bachelor No 2, το τρίτο προσωπικό της άλμπουμ και πρώτη ανεξάρτητη παραγωγή. Η Mann στην πραγματικότητα εξαγόρασε τα δικαιώματα από την προηγούμενη εταιρία της, την Interscope Records, αντί να ενδώσει στις απαιτήσεις τους να κοπούν κομμάτια από το δίσκο υπέρ κάποιων κομματιών πιο φιλικών στο ραδιόφωνο επιτυχιών. Δε θα προκαλέσει καθόλου έκπληξη στους θαυμαστές της ότι τα θέματα των νέων τραγουδιών μοιάζουν σχεδόν προφητικά όσον αφορά τέτοιες προστριβές. Είναι μουσική pop περί συναισθηματικών καταπτώσεων και υψηλού ηθικού υποβάθρου, γεμάτη από έντονη απογοήτευση και μισοπνιγμένου ιδεαλισμού, που αντισταθμίζονται από ελαφρώς μακάβριο χιούμορ και γενναία μελωδικότητα. Εδώ, σίγουρα θα συμφωνήσετε καθώς θα ακούτε ασυμβίβαστα τραγούδια όπως τα "Nothing is Good Enough" και "Calling It Quits", βρίσκεται μια καλλιτέχνις που κάνει τη διαφορά.
Παρότι διένειμε στον εαυτό της τον πρωταγωνιστικό ρόλο του ελαφρώς σαρκαστικού "Fall of the World's Own Optimist", η Mann ποτέ δεν ήταν γνωστή για την αισιόδοξη στάση της προς την αγάπη, τη ζωή, ή των μηχανισμών της μουσικής pop. Όμως η σκέψη της παραγωγής κάποιου άλμπουμ με τους δικούς της όρους, κατόπιν ετών αντιδιαμάχης με πραγματικά κοντόφθαλμους γραφειοκράτες, την έκανε να είναι πιο αισιόδοξη πάλι όσον αφορά τη μουσική.
«Μου αρέσει πραγματικά η ιδέα του να είμαι επαγγελματίας μουσικός –να έχω μια δουλειά στην οποία είμαι καλή και έχει καλό ήθος. Την καταβρίσκω με αυτό!» αναφέρει. «Είναι διασκεδαστικό να βελτιώνεις τη δεξιοτεχνία σου, αλλά προς ένα πιο συναισθηματικό στόχο.» Για εκείνη, η δημιουργία ενός τραγουδιού είναι «σαν ένα σταυρόλεξο με μυστικό μήνυμα στο τέλος του.»
Όπως έλεγε και η παλιά διαφήμιση στην Αμερική, η περηφάνεια επέστρεψε. «Ίσως ένας από τους λόγους, που είναι τόσο κουραστικό να έχεις πάρε-δώσε με ανθρώπους από δισκογραφικές εταιρίες που προσπαθούν να σε ωθήσουν προς μια κατεύθυνση που δεν σου αρέσει, είναι ότι προσπαθούν να σε βάλουν να κάνεις πράγματα στα οποία δεν είσαι καλός. Δεν είμαι καθόλου καλή στο να ποζάρω για φωτογραφίες και να συναναστρέφομαι άλλους για κοινωνικούς λόγους. Αλλά να γράφω στίχους και να ενορχηστρώνω τραγούδια και να τα ηχογραφώ – σε αυτό είμαι καλή. Το να παραβλέπω αυτό και να ενθαρρύνω τη μετριότητα με αγχώνει.»
Δεδομένων κάποιων προστριβών με συγκεκριμένους υπαλλήλους εταιριών στο παρελθόν, δεν είναι παράλογο να βρίσκουμε υπονοούμενα σε μερικές από τις υποτιθέμενες μπαλάντες ερωτικής απογοήτευσης. Όπως ο συγγραφέας Jonathan Van Meter σημείωσε σε ένα πρόσφατο προφίλ στο New York Times Magazine, «η Mann είναι γνωστή για τα έξυπνα, απογοητευμένα τραγούδια που γράφει, τα οποία μπορείς να να δεις επίσης και ως κατηγορητήρια για τη μουσική βιομηχανία.» Εκείνη παραδέχεται ότι το "Nothing is Good Enough" όντως βασίστηκε σε μια συνομιλία με κάποιον στην τέως δισκογραφική της εταιρία ο οποίος ήθελε να ακούσει χιτάκια, όμως βασίστηκε τουλάχιστον το ίδιο και σε μια συνομιλία με μια φίλη που ανησυχούσε πως τίποτα από όσα έκανε δεν ικανοποιούσε τον φίλο της.
«Ένα τραγούδι καθαρά για μένα και μια δισκογραφική εταιρία θα ήταν μια ατέρμονη ανία, αλλά ποτέ δεν θα αρκούμην σε κάτι τέτοιο» διευκρινίζει. «Πιστεύω ότι στους ανθρώπους τυχαίνουν κάποιες καταστάσεις ανεξάρτητα από το αν εντάσσονται σε κάποια προσωπική, φιλική ή εργασιακή σχέση. Και η κατάσταση στην οποία συχνά βρίσκομαι εγώ, που με συγχύζει προσωπικά και με πονάει, εμφανίζεται σε πολλές διαφορετικές περιπτώσεις. Για αυτό μου είναι τόσο εύκολο να βρίσκω αναλογίες μεταξύ προσωπικών σχέσεων και πάρε-δώσε της μουσικής βιομηχανίας, επειδή και αυτό είναι μια σχέση επίσης. ‘Ε, είμαι σε μια σχέση με κάποιον που μου ζητάει περισσότερα από όσα μπορώ να δώσω’ –όλοι ξέρουν πως μοιάζει αυτή η κατάσταση, και δεν έχει σημασία ποια είναι τα πρόσωπα, πάντα είναι το ίδιο μαρτύριο.»
Ανάμεσα στους δηκτικούς στίχους του "Nothing is Good Enough" είναι και η φράση «Ακόμα και κακόκεφοι κριτικοί δε θα απέρριπταν αυτά που κάνεις…» Όχι ότι θα ήξερε από προσωπική εμπειρία, βέβαια· η Mann δεν έχει αντιμετωπίσει πολλή απόρριψη στην κριτική σκηνή. Αν και κάποιοι δημοσιογράφοι στην αρχή απέρριψαν τους ‘Til Tuesday ως ένα φαινόμενο που γέννησε το MTV –που ίσως να φταίει το ότι η μπάντα είχε μερικά χρόνια προβλήματα κομμωτικής, παρά αποτυχημένης μουσικής– οι περισσότεροι που ασχολήθηκαν με την μπάντα το έκαναν το 1989 όταν βγήκε το Everything's Different Now, το τρίτο και τελευταίο με την Epic άλμπουμ.
Το σόλο ντεμπούτο της με την Imago το 1993, το Whatever, παγίωσε την ερωτική σχέση των κριτικών με την Mann, αν και οι πιο υπερβολικές επευφημίες έπρεπε να περιμένουν μέχρι το I'm With Stupid του 1996, με την Geffen. Ο David Thigpen του περιοδικού Time απεκάλεσε το Stupid «ένα από τα πιο πιασάρικα άλμπουμ ποπ της χρονιάς, που ξεχείλιζε από ισορροπημένα τρίλεπτα μικροαριστουργήματα» και πρόσθεσε ότι «η Mann έχει την ίδια ικανότητα που έχουν και οι μεγάλοι τραγουδοποιοί όπως ο McCartney και ο Neil Young: την ευκολία να γράφουν απλά, όμορφα, σκλαβωτικά τραγούδια.» Ο Chris Willman του Entertainment Weekly, αναφερόμενος στο Stupid ως ένα από τα βασικά άλμπουμ της δεκαετίας, περιέγραψε τη Mann ως «μιά από τις πιο χαρισματικές τραγουδοποιούς της ροκ, με μια καλά ισορροπημένη ψυχολογική αιχμηρότητα προς τους πιασάρικους αποχαιρετισμούς της που κάθε θυμωμένη νεαρή γυναίκα θα ζήλευε. Η πίκρα, η μεταμέλεια και οι αντεγκλήσεις ποτέ δεν ήχησαν πιο γλυκές ή πιο έξυπνες.»
Το καλοκαίρι του ’99 –ενόσω περίμενε να εξαγοράσει τα δικαιώματα του Bachelor No. 2 από την Interscope αφού η εταιρία έχασε το ενδιαφέρον της για τους περισσότερους καλλιτέχνες της που δεν ήταν φίρμες μετά την συγχώνευση με την Universal– η Mann έκανε μια μικρή περιοδεία στην ανατολική και τη δυτική ακτή των ΗΠΑ, και ταυτόχρονα έπαιζε και σε κάποιες σημαδιακές ημερομηνίες του Lilith Fair, συλλέγοντας περισσότερους διθυράμβους για το νέο υλικό της στην πορεία. Ο Ben Rattliff των New York Times στην κριτική του για το σόου της στο Tramps, εξύμνησε «την δεξιοτεχνία της στη δημιουργία εκλεπτυσμένων τραγουδιών ποπ, πλούσιων σε μελωδία και γεμάτων από παλιές και δοκιμασμένες ρήσεις σε αιχμηρά δίστιχα.» Εκτιμώντας το ίδιο σόου για το web site Salon, η Stephanie Zacharek είπε ότι «η Mann ποτέ δεν είχε καλύτερο ήχο, με τη φωνή της να εναλλάσσεται μεταξύ απαλής σα βελούδο και καθαρής σα καμπάνα. Και το νέο υλικό που απεκάλυψε συνεχίζει τους προηγούμενους δίσκους όσον αφορά τη δεξιοτεχνία, έξοχο ήχο και ευγενικά δηκτικούς στίχους.»
«Και πώς έφθασε ως εδώ;»
Όλα άρχισαν όταν η Mann σχημάτισε την πρώτη μπάντα της, τους Young Snakes, αφού παράτησε το Berklee School of Music στην αρχή της δεκαετίας του ’80. Αφού διαλύθηκε αυτό το εκουσίως προς το πανκ σχήμα, εκείνη και ο Michael Hausman, επίσης παραιτηθείς από το Berklee, ενώθηκαν με τους Joey Pesce και Robert Holmes για να σχηματίσουν τους ‘Til Tuesday το 1982, στρεφόμενοι σαφώς προς την ποπ. Λίγο μετά την πρωτιά στο διαγωνισμό ‘battle of the bands’ της Βοστόνης, έκλεισαν συμβόλαιο με την Epic, και το πρώτο τους άλμπουμ, το Voices Carry, έγινε χρυσό σε επτά μήνες, με αρκετή βοήθεια από την συνεχή προβολή στο τότε νέο MTV.
Αν και το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου είχε να κάνει με μια γυναίκα που ανακάλυπτε και διατηρούσε τη φωνή της, αυτό δεν συνέβη στην πραγματικότητα παρά μέχρι το δεύτερο άλμπουμ των ‘Til Tuesday, το Welcome Home, όπου η Mann άρχισε να γράφει τα περισσότερα τραγούδια μόνη της. Τα υπόλοιπα μέλη άρχισαν να αποχωρούν έως ότου, τον καιρό του Everything’s Different Now,που ήταν το κύκνειο άσμα τους, το συγκρότημα ήταν μόνο εκείνη και ο ντράμερ Michael Hausman, ο οποίος στη συνέχεια άφησε τα τύμπανα και έγινε ο μάνατζέρ της. Η αρχή του τέλους μάλλον έγινε όταν η Epic τής ζήτησε να γράψει τραγούδια μαζί με τη Diane Warren· αντιθέτως, προτίμησε να συνεργαστεί με θεωρητικά μικρότερα αστέρια όπως ο Jules Shear και ο Elvis Costello.
Στη σόλο καριέρα έκανε νέα αρχή στην Imago Records, η οποία όπως αποδείχτηκε ήταν έτοιμη να καταρρεύσει περίπου τον καιρό που έβγαινε το Whatever. Αφού η εταιρία έπεσε σε λήθαργο για αρκετά χρόνια, εκείνη κατάφερε να σπάσει τη συμφωνία της και να υπογράψει με τη Geffen εν καιρώ για να βγάλει το νέο της άλμπουμ παραγωγής Jon Brion, το I'm With Stupid, αν και στην πραγματικότητα η Giant Records της εξασφάλισε πολύ χρόνο στο ραδιόφωνο για ένα από τα πιο δημοφιλή κομμάτια του άλμπουμ, το "That's Just What You Are", το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στο soundtrack του Melrose Placeτης εταιρίας. Άλλες πρόσφατες κινηματογραφικές δουλειές συμπεριλαμβάνουν τραγούδια στα Jerry Maguire (ο σκηνοθέτης Cameron Crowe είναι από τους πιο θερμούς θαυμαστές της), Cruel Intentions, και Sliding Doors.
Η δουλειά της βρίσκεται πιο περίοπτα, για να πούμε το λιγότερο, σε ένα νέο έργο, το Magnolia, τη συνέχεια του Boogie Nights από τον Paul Thomas Anderson, που είναι προγραμματισμένο για τα Χριστούγεννα του ’99. Ο Anderson συνέκρινε το πώς ήθελε να προβάλει τη μουσική της Mann με το πώς χρησιμοποιήθηκαν οι Simon & Garfunkel στο The Graduate. Σαφώς το Magnolia περιέχει οκτώ κομμάτια δικά της, συν το τραγούδι τίτλων (επανεκτέλεση του “One”του Harry Nilson), ένα πρωτότυπο κομμάτι για το τέλος, και μερικά σημα��τικά ιντερλούδια στο μεταξύ, ένα από τα οποία είχε όλους τους ηθοποιούς –από τον Tom Cruise έως και τον Jason Robards– να αντιδρούν στη μουσική της με ένα πολύ ενδιαφέροντα τρόπο. Η Warner Bros Records θα βγάλει το Δεκέμβρη το δίσκο με το soundtrack, όπου περιέχονται και μερικά κομμάτια από το Bachelor, όπως και κάποιους άλλους ύμνους της Mann που δεν βρίσκονται πουθενά αλλού.
Όσον αφορά το νέο δίσκο της, όταν η Interscope πήρε την Geffen και άρχισε να αντιδρά στις μουσικές επιλογές της, ήταν πάλι μια γνωστή κατάσταση. Για άλλη μια φορά, ο Elvis Costello δεν θεωρήθηκε αρκετά καλός για συνδημιουργός. (Το νέο “Fall Of The World’s Own Optimist” σημειώνει την πρώτη της συνεργασία από την εποχή του “The Other End Of The Telescope”, το οποίο ηχογράφησε και ο Costello αφού είχε ήδη εμφανιστεί σε δίσκο των ’Til Tuesday.) Για άλλη μια φορά, της ζητήθηκε υλικό που θα ταίριαζε περισσότερο με τα μεταβλητά καπρίτσια του ραδιοφώνου –όποια κι αν ήταν μετά από έξι μήνες. Η Mann ζήτησε την αποδέσμευσή της, και την πήρε, αν και οι διαπραγματεύσεις για την εξαγορά των πρωτοτύπων σε μια αξιοπρόσεκτη τιμή πήραν λίγο περισσότερο καιρό. Αλλά επιτέλους έχουμε το Bachelor No 2, στη μορφή που η Mann σκόπευε εξαρχής.
«Έχουμε και πάλι τις εγγραφές μας, και είμαι σίγουρη πως η Interscope θα μπορούσε να μας δυσκολέψει κι άλλο τη ζωή για να μας τις γυρίσει, αλλά δεν το έκανε, και ο Θεός να τους ευλογεί», λέει η Mann. «Άνθρωποι που θέλουν τεράστιες επιτυχίες με οποιοδήποτε κόστος, εκεί να πάνε. Αν θέλουν να κάνουν καταπληκτικά video και φοβερές επιτυχίες, και να έχουν ανθρώπους να τους ρωτάνε τι θα φοράνε στα Grammy, τότε είναι τέλεια για αυτούς, σε αυτό το σύστημα ανήκουν. Δεν είναι σύστημα για ανθρώπους σαν κι εμένα για πολύ, πολύ καιρό. Ήμουν τρελή που πίστευα ότι θα μπορούσα να το κάνω να δουλέψει για μένα. Όπως έχουν τα πράγματα, δεν μπορώ. Και είμαι ένα εκατομμύριο φορές πιο ευτυχισμένη, απλά αυτούς τους τελευταίους μήνες, να είμαι σε περιοδεία και να παίζω για τον εαυτό μου χωρίς κανένα να κριτικάρει τον τρόπο που περιοδεύω ή τι παίζω ή τι λέω στις συνεντεύξεις μου. Είναι φανταστικό –είναι απίστευτα απελευθερωτικό.
Αυτή τη φορά η Mann παρήγαγε μόνη της τα περισσότερα κομμάτια, με βοήθεια από τους Brendan O’Brien και Buddy Judge. Αν και δεν πρόκειται για μια ριζικά στυλιστική διαφοροποίηση, οι θαυμαστές θα προσέξουν κάποιες αλλαγές στη μορφή. «Ήθελα να κάνω την παραγωγή σε κάνα-δύο τραγούδια, για να μοιάζουν σαν παλιά τραγούδια της Dionne Warwick» σημειώνει, προσθέτοντας ότι ο δίσκος είναι μάλλον πιο πλούσιος σε μπαλάντες από ό,τι οι παλαιότεροι.
Και, από την τελευταία φορά που την είδαμε, παντρεύτηκε –με τον συνάδελφο τραγουδιστή / τραγουδοποιό Michael Penn αρχές του 1998– μήπως αυτός ο δίσκος θα είναι λίγο πιο φωτεινός στο σύνολο; «Καθόλου. Ούτε στο ελάχιστο.», γελάει. «Νομίζω ότι ένας ευτυχισμένος γάμος σου επιτρέπει να βγάζεις πραγματικά δουλειά, παρά να είσαι τόσο απελπισμένος ώστε να κάθεσαι σε ένα δωμάτιο για μέρες. Επίσης [ο σύζυγος] βοηθάει στο να του λέω τις ιδέες μου και να παίρνω μια καλή δεύτερη γνώμη. Είναι ωραία να έχεις ακόμα ένα επαγγελματία μουσικό στο σπίτι.»
Πρακτικά, η Mann προτείνει ότι πολλά από τα τραγούδια του Bachelor «μιλάνε για μοναχικούς, άσχετα από το αν είναι παντρεμένοι ή όχι. Μερικά από αυτά είχα ήδη γράψει ή τα είχα αρχίσει πριν τα δεσμά του γάμου», τονίζει. «Αλλά η σχέση μου με τον Michael είναι τόσο μοναδική που υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες δεν νιώθω ότι έχω σχέση, επειδή έχω ορίσει ως ‘σχέση’ αυτό το είδος του βραδυκίνητου, εφιαλτικού πράγματος.»
Το κακό όνειρο που είναι ο αγώνας για την αγάπη και το σεβασμό ίσως να μη φαίνεται να τελειώνει στα έντονα ανεξάρτητα τραγούδια της Mann, λοιπόν, αλλά για τους θαυμαστές που ανυπομονούσαν για αυτό το δίσκο, ο μεγάλος εθνικός εφιάλτης πρόκειται να τελειώσει. Κύριε Bachelor No. 2, παρακαλώ ελάτε.